- φαρμακοτεχνία
- φαρμακοτεχνική η фармацевтика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακοτεχνία — φαρμακοτεχνία, η και φαρμακοτεχνική, η το σύνολο των τεχνικών μεθόδων για την κατασκευή φαρμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακοτεχνία — η, Ν κλάδος τής φαρμακευτικής που έχει ως αντικείμενο την εξαγωγή, τη σύνθεση και την κάθαρση τών φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharmacotechnie (< φάρμακο + τέχνη + ία). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
φαρμακοτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαρμακοτεχνία 2. το αρσ. ως ουσ. ο φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτεχνης 3. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φαρμοκοτεχνικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη φαρμακοτεχνία (βλ. λ.), με τις τεχνικές μεθόδους της φαρμακευτικής: Φαρμακοτεχνικό εργαστήριο. 2. το αρσ. ως ουσ., φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτέχνης (βλ. λ.). 3. το θηλ. ως ουσ., φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία (βλ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακοτέχνης — ο, Ν αυτός που είναι ειδικευμένος και ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογο τέχνης] … Dictionary of Greek
φαρμακοτέχνης — ο ο ειδικός στη φαρμακοτεχνία (βλ. λ.), στην κατασκευή φαρμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)